ράχος
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
Greek Monolingual
(I)
ο / ῥάχος, ΝΜΑ, και ῥᾱχος, ή, και ῥαχός, ή, και ιων. τ. ῥηχός, ἡ, ΜΑ
ακανθώδης θάμνος
μσν.-αρχ.
1. φράχτης από αγκαθωτά κλαδιά
2. κλαδιά και φύλλα κατάλληλα για την κατασκευή σαμαριών
αρχ.
1. η βέργα του αμπελιού που χρησιμοποιείται για καταβολάδα
2. (στην Τροιζήνα) η αγριελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥᾱχός / ῥηχός ανάγεται στη ρίζα wrăgh-/ wrāgh- «αγκάθι, μύτη» της λ. ῥάχις και εμφανίζει μακρό φωνηεντισμό -ᾱ-. Ο τ. ῥάχος με -ᾰ- και αναβιβασμό του τόνου κατά το ῥάχις (βλ. λ. ράχη)].
(II)
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ῥάχη
ἀπορραχίσματα καὶ ἀποσπάσματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. της λ. ῥάχις.