ροδομάγουλος
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν τριαντάφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + μάγουλο (πρβλ. κοκκινομάγουλος)].