εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
η / ῥοδακινέα, ΝΜΑ βοτ.
κοινή ονομασία του οπωροφόρου δέντρου Προύνος ο περσικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδάκινον / ῥωδάκινον + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλ-έα, συκ-έα). Ο τ. ροδακινιά με συνίζηση (πρβλ. μηλιά, συκιά)].