σάκτας
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
(A), ου, ὁ, (σάττω)
A sack, Ar.Pl.681, Poll.3.155, 10.64, Ael.Dion.Fr.206. II v. σάκανδρος.
σάκ-τας (B), ὁ, Boeot. for ἰατρός, Stratt.47.5.
German (Pape)
[Seite 858] ὁ, bei den Böotern der Arzt, wahrscheinlich von σάττω, üdertr., wie ῥάπτης u. ἀκεσιής, Strattis bei Ath. XIV, 622 a. ὁ, der Sack, Ar. Plut. 681.
Greek (Liddell-Scott)
σάκτας: -ου, ὁ, (σάττω) σάκκος, ἔπειτα ταῦτ’ ἤγγιζεν εἰς σάκταν τινὰ Ἀριστοφ. Πλ. 681, Πολυδ. Γ΄, 155, Ι΄, 64. ΙΙ. πρβλ. σάκανδρος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σάκτας· ὁ θύλακος». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
sac.
Étymologie: σάττω.
2α (ὁ) :
médecin.
Étymologie: mot béotien.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. σάκος, θύλακος
2. το γυναικείο αιδοίο, σάκανδρος
3. γιατρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, συγκεντρώνω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω) + κατάλ. –τᾱς. Η λ. ανάγεται στο ρ. σάττω λόγω του ότι στον σάκο συγκεντρώνονται, στοιβάζονται τα πράγματα, έχει συνδεθεί, όμως, παρετυμολογικώς με την λ. σάκκος. Ο τ. έχει χρησιμοποιηθεί πιθ. και για το γυναικείο αιδοίο, καθώς και ως κωμικός όρος στην Βοιωτική για τον γιατρό, πιθ. με σημ. «αυτός που τακτοποιεί»].