σακελλάριος
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
Greek Monolingual
ο / σακελλάριος, ΝΜ
1. παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν, συνήθως, σε πρεσβυτέρους ή και σε διακόνους και του οποίου ο κάτοχος ασκούσε εποπτεία στα μοναστήρια της επισκοπής, είχε τον έλεγχο της λειτουργίας της επισκοπικής φυλακής, δίκαζε μικρά παραπτώματα μοναχών και προσήγε τους μοναχούς που επρόκειτο να χειροτονηθούν στον ιερέα
2. (στο Βυζάντιο) α) υπουργός οικονομικών β) υπεύθυνος τών προμηθειών του στρατού
3. φρ. «Μέγας σακελλάριος» — οφικιάλιος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που είχε ευρύτατη δικαιοδοσία στις μονές, στους μοναχούς και στην περιουσία τών μοναστηριών και ανήκε στην πρώτη πεντάδα του δεξιού χορού τών αξιωματούχων ιού πατριαρχείου
νεοελλ.
εκκλ. απλό τιμητικό αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σακέλλα + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. πλακουντάριος].