σαρκολιπής Search Google

From LSJ
Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκολῐπής Medium diacritics: σαρκολιπής Low diacritics: σαρκολιπής Capitals: ΣΑΡΚΟΛΙΠΗΣ
Transliteration A: sarkolipḗs Transliteration B: sarkolipēs Transliteration C: sarkolipis Beta Code: sarkoliph/s

English (LSJ)

ές,

   A forsaken by flesh, πλευρά AP7.383 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 863] ές, von Fleisch verlassen, entblößt, dah. mager, hager, πλευρά Philp. 67 (VII, 383).

Greek (Liddell-Scott)

σαρκολῐπής: -ές, = λιπόσαρκος, ἰσχνός, ὀλιγόσαρκος, πλευρὰ Ἀνθ. Π. 7. 383.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
décharné.
Étymologie: σάρξ, λείπω.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) λιπόσαρκος, ισχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -λιπής (< λείπω), πρβλ. θυμο-λιπής, ψυχο-λιπής].

Greek Monotonic

σαρκολῐπής: -ές (λιπεῖν), αυτός που του λείπει σάρκα, λιπόσαρκος, ισχνός, σε Ανθ.