σίγα

From LSJ
Revision as of 19:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίγα Medium diacritics: σίγα Low diacritics: σίγα Capitals: ΣΙΓΑ
Transliteration A: síga Transliteration B: siga Transliteration C: siga Beta Code: si/ga

English (LSJ)

imper. of σιγάω (q. v.):—σιγά, Dor. for σιγή.

French (Bailly abrégé)

impér. prés. de σιγάω.

Greek Monolingual

Α
1. (ως επίρρ.) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», Σοφ.)
β) με σιγανή φωνή, ψιθυριστά («σῑγα σήμαινε», Σοφ.)
2. (ως επιφών.) σιωπή!
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. σι- (πρβλ. σίττα «επιφώνημα τών βοσκών», σιωπῶ) και επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. σάφ-α, τάχ-α). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «ῥίγα
σιώπα», μέσω μιας διόρθωσης του ῥίγα σε Fίγα, οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα swī-g- «φθίνω, σωπαίνω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. swīgen, γερμ. schweigen, γοτθ. sweiban), αν και η εναλλαγή sw- / σ-παραμένει δυσερμήνευτη. Χαρακτηριστικό είναι, εξάλλου, ότι αρχικός τ. είναι το επίρρ. σῖγα, από το οποίο σχηματίστηκαν αφ' ενός το ρ. σιγῶ μέσω της προστ. σίγα, αφ' ετέρου η λ. σιγή μέσω του δοτικοφανούς επιρρ. σιγᾷ / -].

Greek Monotonic

σίγα:I. προστ. του σιγάω. II. σιγά, Δωρ. αντί σιγή.