σιδηρόδεσμος

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

German (Pape)

[Seite 879] in, mit eisernen Fesseln, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόδεσμος: -ον, ὁ ἔχων δεσμὰ ἐκ σιδήρου, ἀνάγκαι Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Δ΄, 9)· ὡσαύτως -δέσμιος, ον, Χρον. Πασχ. 729. 4· καὶ παρὰ τῷ Σῳζομεν. ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 9, -δεσμώτης.

Greek Monolingual

-η, -ο / σιδηρόδεσμος, -ον, ΝΑ
αυτός που φέρει σιδερένια δεσμά, σιδηροδέσμιος
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κρατούμενος, φυλακισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ο σιδηρόδεσμος
κάθε σιδερένιο τεμάχιο που χρησιμεύει για τη σύνδεση δύο μερών μιας κατασκευής, η σιδερόδεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δεσμος (< δεσμός < δέω (ΙΙ) «δένω»), πρβλ. χαλκό-δεσμος].