στενοχώρια
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
Greek Monolingual
η / στενοχωρία, ΝΜΑ, και στεναχώρια και σταναχώρια Ν, και ιων. τ. στενοχωρίη Α στενόχωρος
1. στενότητα χώρου, ανεπαρκής χώρος, σε αντιδιαστολή με την ευρυχωρία
2. μτφ. α) ψυχική αδιαθεσία, θλίψη (α. «αρρώστησε από τη στενοχώρια του» β. «ὅσα ἔδωκέ σοι ἐν τῇ στενοχωρίᾳ σου», ΠΔ)' β) δυσχέρεια, δυσκολία (α. «βρίσκεται σε μεγάλη [οικονομική] στενοχώρια» β. «ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις», ΚΔ)
3. έλλειψη, ανάγκη
νεοελλ.
έγνοια, σκοτούρα («έχει πολλές στενοχώριες τελευταία»)
αρχ.
1. (σχετικά με θάλασσα ή γη) έλλειψη χώρου
2. δυσχέρεια που οφείλεται σε στενότητα χώρου («οὐ δυνάμενος συμμεῑξαι πρὸς τὸν Ἱπποκράτη διὰ τὴν στενοχωρίαν τοῦ ποταμοῡ», Ξεν.)
3. φρ. «στενοχωρία τοῦ βίου» — η βραχύτητα του υπόλοιπου διαστήματος μιας ζωής.