συγκεχυμένως
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
Adv. of συγχέω,
A indiscriminately, Arist.EN1145b16, Plu.2.168a, S.E.M.7.171, etc.; φεύγειν J.AJ13.4.4; εἰπεῖν (opp. σαφῶς) Hermog.Id.1.11.
German (Pape)
[Seite 967] adv. part. pert. pass. von συγχέω, vermischt, verworren, Arist. eth. 7, 2 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεχῠμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγχέω, ὡς καὶ νῦν, φύρδην μίγδην, ἀτάκτως, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 6, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 171, Πλούτ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément.
Étymologie: συγκέχυμαι, pf. Pass. de συγχέω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν
επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monolingual
ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν
επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. -ως].