συγκεχυμένως

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεχῠμένως Medium diacritics: συγκεχυμένως Low diacritics: συγκεχυμένως Capitals: ΣΥΓΚΕΧΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synkechyménōs Transliteration B: synkechymenōs Transliteration C: sygkechymenos Beta Code: sugkexume/nws

English (LSJ)

Adv. of συγχέω,

   A indiscriminately, Arist.EN1145b16, Plu.2.168a, S.E.M.7.171, etc.; φεύγειν J.AJ13.4.4; εἰπεῖν (opp. σαφῶς) Hermog.Id.1.11.

German (Pape)

[Seite 967] adv. part. pert. pass. von συγχέω, vermischt, verworren, Arist. eth. 7, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεχῠμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγχέω, ὡς καὶ νῦν, φύρδην μίγδην, ἀτάκτως, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 6, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 171, Πλούτ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
confusément.
Étymologie: συγκέχυμαι, pf. Pass. de συγχέω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν
επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monolingual

ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν
επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. -ως].