συμπρεσβευτής
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A fellow-ambassador, Lys.27.1, Aeschin.1.168, IG22.786.11, OGI339.11 (Sestos, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 990] ὁ, Mitgesandter; Aesch. 1, 168; im plur., Lys. 27, 1.
Greek (Liddell-Scott)
συμπρεσβευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συμπρεσβεύων, ὁ ἀποσταλεὶς ὡς πρεσβευτὴς μετ’ ἄλλου πρεσβευτοῦ, Λυσί. 177. 41, Αἰσχίν. 24. 12.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
collègue pour une ambassade.
Étymologie: συμπρεσβεύω.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ συμπρεσβεύω
πρεσβευτής μαζί με άλλους.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ συμπρεσβεύω
πρεσβευτής μαζί με άλλους.