συνέδριο

Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

το / συνέδριον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουνέδριον Α σύνεδρος
1. σύσκεψη πολλών προσώπων με σκοπό τη λήψη αποφάσεων για σημαντικά ζητήματα, (α. «συνέδριο ειρήνης» β. «συνέδριον εἰς Χαλκίδα συνάγων», Αισχίν.)
2. φρ. «συνέδριο τών Ιουδαίων»
(κατά την ελληνορρωμαϊκή εποχή) η ανώτατη δικαστική αρχή τών Ιουδαίων, που είχε ως έδρα της την Ιερουσαλήμ, απαρτιζόταν από 71 μέλη προερχόμενα από όλες τις κοινωνικές τάξεις τών Ιουδαίων και ήταν αρμόδια για κάθε υπόθεση η οποία δεν μπορούσε να λυθεί από τα τοπικά εβραϊκά δικαστήρια ή από τον Ρωμαίο επίτροπο
νεοελλ.
1. εθνική ή διεθνής διάσκεψη στην οποία συζητούνται πολιτικά, οικονομικά, επιστημονικά ή κοινωνικο-πολιτιστικά προβλήματα (α. «ιατρικό συνέδριο» β. «οικολογικό συνέδριο»)
2. το ανώτατο καθοδηγητικό όργανο ορισμένων πολιτικών κομμάτων
3. ονομασία διεθνών συνόδων τών αντιπροσώπων διαφόρων κρατών, που συγκαλούνται συνήθως για τη σύναψη συνθηκών ειρήνης
4. το σύνολο τών μελών συνεδρίου («το συνέδριο διέκοψε τις εργασίες του μέχρι την επόμενη Δευτέρα»)
5. φρ. α) «ελεγκτικό συνέδριο» — δημόσια αρχή επιφορτισμένη με τον οικονομικό έλεγχο τών κρατικών υπηρεσιών
β) «διπλωματικό συνέδριο» — συνέδριο πληρεξουσίων διαφόρων κρατών με σκοπό συνήθως την εξομάλυνση στρατιωτικών και πολιτικών διαφορών
αρχ.
1. πολεμικό συμβούλιο
2. συνέλευση αντιπροσώπων συμμάχων ή ομόσπονδων πολιτειών
3. η Ρωμαϊκή Σύγκλητος
4. ο τόπος όπου συνέρχεται το συνέδριο, αίθουσα συνεδρίασης
5. στον πληθ. τὰ συνέδρια
η βουλή τών εξακοσίων μαζί με τον Άρειο Πάγο.

Greek Monolingual

το / συνέδριον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουνέδριον Α σύνεδρος
1. σύσκεψη πολλών προσώπων με σκοπό τη λήψη αποφάσεων για σημαντικά ζητήματα, (α. «συνέδριο ειρήνης» β. «συνέδριον εἰς Χαλκίδα συνάγων», Αισχίν.)
2. φρ. «συνέδριο τών Ιουδαίων»
(κατά την ελληνορρωμαϊκή εποχή) η ανώτατη δικαστική αρχή τών Ιουδαίων, που είχε ως έδρα της την Ιερουσαλήμ, απαρτιζόταν από 71 μέλη προερχόμενα από όλες τις κοινωνικές τάξεις τών Ιουδαίων και ήταν αρμόδια για κάθε υπόθεση η οποία δεν μπορούσε να λυθεί από τα τοπικά εβραϊκά δικαστήρια ή από τον Ρωμαίο επίτροπο
νεοελλ.
1. εθνική ή διεθνής διάσκεψη στην οποία συζητούνται πολιτικά, οικονομικά, επιστημονικά ή κοινωνικο-πολιτιστικά προβλήματα (α. «ιατρικό συνέδριο» β. «οικολογικό συνέδριο»)
2. το ανώτατο καθοδηγητικό όργανο ορισμένων πολιτικών κομμάτων
3. ονομασία διεθνών συνόδων τών αντιπροσώπων διαφόρων κρατών, που συγκαλούνται συνήθως για τη σύναψη συνθηκών ειρήνης
4. το σύνολο τών μελών συνεδρίου («το συνέδριο διέκοψε τις εργασίες του μέχρι την επόμενη Δευτέρα»)
5. φρ. α) «ελεγκτικό συνέδριο» — δημόσια αρχή επιφορτισμένη με τον οικονομικό έλεγχο τών κρατικών υπηρεσιών
β) «διπλωματικό συνέδριο» — συνέδριο πληρεξουσίων διαφόρων κρατών με σκοπό συνήθως την εξομάλυνση στρατιωτικών και πολιτικών διαφορών
αρχ.
1. πολεμικό συμβούλιο
2. συνέλευση αντιπροσώπων συμμάχων ή ομόσπονδων πολιτειών
3. η Ρωμαϊκή Σύγκλητος
4. ο τόπος όπου συνέρχεται το συνέδριο, αίθουσα συνεδρίασης
5. στον πληθ. τὰ συνέδρια
η βουλή τών εξακοσίων μαζί με τον Άρειο Πάγο.