συνεοχμός

From LSJ
Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεοχμός Medium diacritics: συνεοχμός Low diacritics: συνεοχμός Capitals: ΣΥΝΕΟΧΜΟΣ
Transliteration A: syneochmós Transliteration B: syneochmos Transliteration C: syneochmos Beta Code: suneoxmo/s

English (LSJ)

ὁ, poet. for Συνοχμός,

   A = συνοχή, joining, joint, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Il.14.465.

Greek (Liddell-Scott)

συνεοχμός: ὁ, ποιητικ. ἀντὶ συνοχμός, = συνοχή, συναφή, σύνδεσις, ἄρθρωσις, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Ἰλ. Ξ. 465, ἔνθα ἴδε Spi?zn?r. πρβλ. ὄχμα.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jointure.
Étymologie: p. *συνϜοχμός, de σύν, ἔχω, p. *Ϝέχω = lat. veho ; v. ἔχω.

English (Autenrieth)

(root ϝεχ, ὀχέω): junction, Il. 14.465†.

Greek Monolingual

ὁ, Α
συναρμογή («τὸν ῥ' ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. συνοχμός (< συν- + -οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ. ἔοικα: οἶκα, ἑορτή: ὁρτή.

Greek Monolingual

ὁ, Α
συναρμογή («τὸν ῥ' ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. συνοχμός (< συν- + -οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ. ἔοικα: οἶκα, ἑορτή: ὁρτή.