στυλοβάτης

From LSJ
Revision as of 14:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡλοβάτης Medium diacritics: στυλοβάτης Low diacritics: στυλοβάτης Capitals: ΣΤΥΛΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: stylobátēs Transliteration B: stylobatēs Transliteration C: stylovatis Beta Code: stuloba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. στῡλο-βάτας, ὁ,

   A base of a column, stylobate, Pl.Com.42, Delph.3(5).88 C2 (iv B.C.), IG22.1668.40, 42(1).102.8, al. (Epid., iv B.C.), Inscr.Délos 365.30 (iii B.C.), Hero Aut.16.1, Vitr. 3.4.2, 4.8.2.

German (Pape)

[Seite 958] ὁ, Säulenfuß, Plat. com. bei Poll. 7, 121.

Greek (Liddell-Scott)

στῡλοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ βάσις στύλου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑορτ.» 12, Ἥρων ἐν «Αὐτομ.» 259Β, Βιτρούβ. 3. 3., 4. 7.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δωρ. τ. στυλοβάτας Α
βάση στύλου, υπόβαθρο, κν. στυλοπάτι
νεοελλ.
1. μτφ. βασικός υποστηρικτής, θεμελιωτήςστυλοβάτης της κυβέρνησης»)
2. αρχαιολ. η άνω επιφάνεια του κρηπιδώματος ναού η οποία αποτελείται από μεγάλες τετράγωνες πλάκες άριστα κατεργασμένες και προσαρμοσμένες η μία προς την άλλη και πάνω στην οποία στηρίζονται οι κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δωρ. τ. στυλοβάτας Α
βάση στύλου, υπόβαθρο, κν. στυλοπάτι
νεοελλ.
1. μτφ. βασικός υποστηρικτής, θεμελιωτήςστυλοβάτης της κυβέρνησης»)
2. αρχαιολ. η άνω επιφάνεια του κρηπιδώματος ναού η οποία αποτελείται από μεγάλες τετράγωνες πλάκες άριστα κατεργασμένες και προσαρμοσμένες η μία προς την άλλη και πάνω στην οποία στηρίζονται οι κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης.