συμπερασματικός

From LSJ
Revision as of 20:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπερασματικός Medium diacritics: συμπερασματικός Low diacritics: συμπερασματικός Capitals: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: symperasmatikós Transliteration B: symperasmatikos Transliteration C: symperasmatikos Beta Code: sumperasmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A indicating the conclusion, of the particle ἄρα, Sch.E.Hec.511; of ὥστε, Simp. in Ph.335.31; σ. ὅρος definition embodying conclusion of syllogism, Asp. in EN49.3. Adv. -κῶς Arist.Rh.1401a3.

German (Pape)

[Seite 986] ή, όν, vollendend, beendigend, bes. in der Logik, zur Schlußfolge gehörig, ihr dienend, schließend, folgernd, adv., Arist. rhet. 2, 24.

Greek (Liddell-Scott)

συμπερασματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπέρασμα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 511. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον συμπερασματικόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμπερασματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπέρασμα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμπέρασμα
νεοελλ.
1. αυτός που διατυπώνεται με τη μορφή συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις»)
2. φρ. α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» — σύνδεσμοι που εκφράζουν συμπέρασμα και οι οποίοι είναι: ως και ώστε
β) «συμπερασματικές προτάσεις»
γραμμ. δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες δηλώνουν το αποτέλεσμα της ενέργειας που περιέχεται στο ρήμα της προσδιοριζόμενης πρότασης, αλλ. αποτελεσματικές προτάσεις ή προτάσεις ακολουθίας
αρχ.
αυτός που περιέχει το συμπέρασμα συλλογισμού («ὅρος συμπερασματικός», Ασπάσ.).
επίρρ...
συμπερασματικώς / συμπερασματικῶς ΝΜΑ, και συμπερασματικά Ν
κατά τρόπο συμπερασματικό.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμπερασματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπέρασμα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμπέρασμα
νεοελλ.
1. αυτός που διατυπώνεται με τη μορφή συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις»)
2. φρ. α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» — σύνδεσμοι που εκφράζουν συμπέρασμα και οι οποίοι είναι: ως και ώστε
β) «συμπερασματικές προτάσεις»
γραμμ. δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες δηλώνουν το αποτέλεσμα της ενέργειας που περιέχεται στο ρήμα της προσδιοριζόμενης πρότασης, αλλ. αποτελεσματικές προτάσεις ή προτάσεις ακολουθίας
αρχ.
αυτός που περιέχει το συμπέρασμα συλλογισμού («ὅρος συμπερασματικός», Ασπάσ.).
επίρρ...
συμπερασματικώς / συμπερασματικῶς ΝΜΑ, και συμπερασματικά Ν
κατά τρόπο συμπερασματικό.

Greek Monotonic

συμπερασματικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην επίτευξη ή την αποπεράτωση, τελειωτικός, συγκεφαλαιωτικός· επίρρ. -κῶς, σε Αριστ.