συναγρίδα

From LSJ
Revision as of 19:50, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

η / συναγρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και συαγρίς, -ίδος, Α
ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία του περκόμορφου ψαριού Dentex dentex της οικογένειας σπαρίδες, συγγενικού με τον σαργό, τον σπάρο, το σκαθάρι κ.ά., από τα είδη του οποίου απαντούν στις ελληνικές θάλασσες ο τσαούσης ή κορωνάτο φαγκρί και ο κεφαλάς ή μαροκινή συναγρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αγρίς, -ίδος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. κρε-αγρίς, παναγρίς. Ο τ. συαγρίς έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση του σύαγρος (Ι) «αγριόχοιρος»].