τρικόρυθος

From LSJ
Revision as of 19:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρικόρῠθος Medium diacritics: τρικόρυθος Low diacritics: τρικόρυθος Capitals: ΤΡΙΚΟΡΥΘΟΣ
Transliteration A: trikórythos Transliteration B: trikorythos Transliteration C: trikorythos Beta Code: triko/ruqos

English (LSJ)

ον, = sq.,

   A Αἴας E.Or.1480 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκόρῠθος: -ον, = τρίκορυς, τρικόρυθος Αἴας Εὐρ. Ὀρέστ. 1480.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τρίκορυς.

Greek Monolingual

-ον, Α
τρίκορυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρυθος (< κόρυς, -υθος «κεφάλι, περικεφαλαία»), πρβλ. εὐκόρυθος.

Greek Monotonic

τρῐκόρῠθος: -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει περικεφαλαία με τριπλό λοφίο, σε Ευρ.