Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυτευτός

From LSJ
Revision as of 02:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτευτός Medium diacritics: φυτευτός Low diacritics: φυτευτός Capitals: ΦΥΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: phyteutós Transliteration B: phyteutos Transliteration C: fyteftos Beta Code: futeuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A planted, πᾶν τὸ φ. Pl.R.510a.

German (Pape)

[Seite 1319] adj. verb. von φυτεύω, gepflanzt, übtr., erzeugt, Plat. Rep. VI, 510 a.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτευτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πεφυτευμένος, φυτευθείς, παραχθείς, Πλάτ. Πολ. 510Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
planté.
Étymologie: φυτεύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυτευτός, -ή, -όν, ΝΑ φυτεύω
αυτός που έχει παραχθεί με φύτευση, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοφυή
νεοελλ.
αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή οδοντοστοιχία»). Επιρρ. φυτευτά Ν
με φυτευτό τρόπο, με φύτευση.

Greek Monotonic

φῠτευτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που έχει φυτευτεί, που έχει παραχθεί, σε Πλάτ.