Χιτώνη
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ἡ, a name of Artemis, represented as a huntress in a short Dorian χιτών, Call. Jov. 77, Dian. 225; χιτωνέα Ἄ., at Syracuse, Epich. 127, Ath. 14.629e; κιθώνη, at Miletus, Milet. 1 (7) No.202.
German (Pape)
[Seite 1357] ἡ, Beiwort der Artemis, von ihrem kurzen χιτών; Callim. Iov. 77; Dion. 225.
Greek (Liddell-Scott)
Χῐτώνη: ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, ἥτις παρίσταται ὡς ἠσχολημένη εἰς τὴν θήραν καὶ φοροῦσα τὸν Δωρικὸν χιτῶνα, Καλλ. εἰς Δία 77, εἰς Ἄρτεμ. 225.
Greek Monolingual
και Χιτωνέα και Κιθώνη, ἡ, Α χιτών
1. προσωνυμία της Αρτέμιδος, η οποία απεικονιζόταν σε κυνήγι φορώντας δωρικό χιτώνα
2. αττικός δήμος στους πρόποδες της Πάρνηθος, όπου τελούσαν τα Χιτώνια προς τιμήν της Αρτέμιδος Χιτωνίας.