φύσιγγα
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
η / φῡσιγξ, -ιγγος, ΝΑ
νεοελλ.
(φαρμ.) σωληνίσκος με τοίχωμα από λεπτό γυαλί, που λεπτύνεται στα δύο άκρα και προορίζεται για την υποδοχή και συντήρηση φαρμάκου υπό μορφή διαλύματος ή σκόνης, για παρεντερική συνήθως χρήση
αρχ.
1. κύστη στο δέρμα ή σε σημείο του σώματος
2. ο βολβός του σκόρδου και άλλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα -ιγξ (πρβλ. σῦριγξ, φόρμιγξ)].