σχοινοπλόκος

From LSJ
Revision as of 09:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοπλόκος Medium diacritics: σχοινοπλόκος Low diacritics: σχοινοπλόκος Capitals: ΣΧΟΙΝΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: schoinoplókos Transliteration B: schoinoplokos Transliteration C: schoinoplokos Beta Code: sxoinoplo/kos

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of rush-ropes or mats, Hp.Epid.4.2, Sch. Ar.Pax36, Suid.

German (Pape)

[Seite 1057] Binsen flechtend, aus Binsen Stricke, Seile, Matten, Körbe flechtend, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοπλόκος: ὁ, ὁ πλέκων σχοινία ἢ ψιάθους, («ψάθας») ἐκ σχοίνων, Ἱππ. 1120C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 36, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tresse du jonc ; subst. cordier.
Étymologie: σχοῖνος, πλέκω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σχοινιοπλόκος Α
αυτός που πλέκει σχοινιά και κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα από σχοινιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος / σχοινίον + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. στιχοπλόκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχοινοπλόκος -ου, ὁ [σχοῖνος, πλέκω] touwslager.