ταλαπενθής

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰπενθής Medium diacritics: ταλαπενθής Low diacritics: ταλαπενθής Capitals: ΤΑΛΑΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: talapenthḗs Transliteration B: talapenthēs Transliteration C: talapenthis Beta Code: talapenqh/s

English (LSJ)

ές,

   A bearing great griefs, patient in woe, θυμός Od. 5.222; of persons, φωτός B.5.157.    2 of things, toilsome, ὑσμῖναι Panyas.12.5; woeful, ἀγγελία B.15.26.

German (Pape)

[Seite 1065] ές, Trauer, Leiden duldend, duldsam, ἐν στήθεσσιν ἔχων ταλαπενθέα θυμόν, Od. 5, 222. – Bei Panyasis 1, 5 ὑσμῖναι.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰπενθής: -ές, (*τλάω) ὁ πολλὰς θλίψεις ὑποφέρων, ὑπομενητικὸς ἐν δυστυχίᾳ, θυμὸς Ὀδ. Ε. 222. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κοπώδης, πλήρης μόχθων, ὑσμῖναι Πανύασ. 1. 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui supporte une affliction, qui est dans le deuil.
Étymologie: τλάω, πένθος.

English (Autenrieth)

ές (πένθος): bearing sorrow, patient in suffering, Od. 5.222†.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που υφίσταται υπομονετικά τις ταλαιπωρίες, καρτερικός
2. κοπιώδης, κοπιαστικός
3. θλιβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα- (βλ. λ. τάλας) + -πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ-πενθής].

Greek Monotonic

τᾰλᾰπενθής: -ές (*τλάω, πένθος), υπομονετικός στον πόνο, αυτός που αντέχει στη δυστυχία, σε Ομήρ. Οδ.