τετρεμαίνω

From LSJ
Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρεμαίνω Medium diacritics: τετρεμαίνω Low diacritics: τετρεμαίνω Capitals: ΤΕΤΡΕΜΑΙΝΩ
Transliteration A: tetremaínō Transliteration B: tetremainō Transliteration C: tetremaino Beta Code: tetremai/nw

English (LSJ)

redupl. form of τρέμω, τετρεμαίνειν Ἀττικῶς, τρέμειν Ἑλληνικῶς Moer.p.365 P.; cf. τετραμαίνω.

German (Pape)

[Seite 1100] aus τρέω gebildet, nur im praes. vorkommende verstärkte Form, zittern; Ar. Nubb. 294. 373; Xenarch. bei Ath. XI, 483 a.

Greek (Liddell-Scott)

τετρεμαίνω: κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν τύπος τοῦ τρέμω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἱππ. 663F, Ἀριστοφ. Νεφ. 294, 374· ἀεὶ δὲ τετρεμαίνοντα καὶ φοβούμενον Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 19.

French (Bailly abrégé)

trembler, frissonner.
Étymologie: τρέμω.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταλαμβάνομαι από τρόμο («οὔτως αὐτὰς τετρεμαίνω καὶ πεφόβημαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τετραμαίνω κατ' επίδραση του τρέμω.

Greek Monotonic

τετρεμαίνω: αναδιπλ. τύπος του τρέμω, σε Αριστοφ.