υδρόφιλος

From LSJ
Revision as of 11:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που αγαπά το νερό, υδροχαρής
2. βοτ. (για φυτά) αυτός του οποίου η επικονίαση γίνεται με τη βοήθεια του νερού
3. χημ. (για χημ. είδος) αυτός που παρουσιάζει μεγάλη τάση συγκράτησης ή προσρόφησης μορίων νερού
4. το αρσ. ως ουσ. ο υδρόφιλος
άτομο που διακατέχεται από την επιθυμία να πίνει διαρκώς νερό
5. φρ. «υδρόφιλο βαμβάκι»
(φαρμ.) ειδικό βαμβάκι που, ύστερα από κατεργασία, παρουσιάζει μεγάλη απορροφητικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrophilous (< υδρο- + φίλος)].