σωληνιστής

From LSJ
Revision as of 18:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωληνιστής Medium diacritics: σωληνιστής Low diacritics: σωληνιστής Capitals: ΣΩΛΗΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sōlēnistḗs Transliteration B: sōlēnistēs Transliteration C: solinistis Beta Code: swlhnisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who fishes for the σωλήν 5, Phaeniasap.Ath.3.90e.

German (Pape)

[Seite 1059] ὁ, der die Meermuschel σωλήν fängt, Phanias bei Ath. III, 90 e.

Greek (Liddell-Scott)

σωληνιστής: -οῦ, ὁ, ὥσπερ ἐκ ῥήματ. σωληνίζω, ὁ ἁλιεύων σωλῆνας (4), Φανίας παρ’ Ἀθην. 90Ε.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που ψαρεύει τα θαλασσινά σωλήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος «είδος θαλάσσιου οστρακόδερμου» + κατάλ. -ιστής (< ρ. σε -ίζω)].