συσπείρω

From LSJ
Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσπείρω Medium diacritics: συσπείρω Low diacritics: συσπείρω Capitals: ΣΥΣΠΕΙΡΩ
Transliteration A: syspeírō Transliteration B: syspeirō Transliteration C: syspeiro Beta Code: suspei/rw

English (LSJ)

   A sow or scatter together with, Gp.11.5.2, 12.7.2:—Pass., Luc.Dom.8, Porph.VP44; ἐν ἑαυτῷ συνεσπαρμένον Dam.Pr.107.

German (Pape)

[Seite 1043] mit, zugleich, zusammen säen, besäen, Clem. Al. u. a. Sp.; χρυσὸς τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένος, mit darunter gestreu't, Luc. dom. 8.

Greek (Liddell-Scott)

συσπείρω: σπείρω ὁμοῦ, μετὰ δὲ τοῦ σπόρου τῶν κυπαρίσσων σύσπειρον κριθὰς ἀραιὰς Γεωπ. 11. 5, 2., 12. 7, 2· -Παθ. μεταφορ., τὸν χρυσόν... τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένον Λουκ. π. Οἴκ. 8.

French (Bailly abrégé)

1 ensemencer ou semer ensemble ou en même temps;
2 Pass. être semé ou répandu avec.
Étymologie: σύν, σπείρω.

Greek Monolingual

ΜΑ
σπείρω κάτι μαζί με κάποιον άλλο
μσν.
παθ. συσπείρομαι- είμαι έμφυτος.

Greek Monotonic

συσπείρω: μέλ. -ερῶ, σπέρνω μαζί, σε Λουκ.