ὑπερίστωρ

From LSJ
Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίστωρ Medium diacritics: ὑπερίστωρ Low diacritics: υπερίστωρ Capitals: ΥΠΕΡΙΣΤΩΡ
Transliteration A: hyperístōr Transliteration B: hyperistōr Transliteration C: yperistor Beta Code: u(peri/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A knowing but too well, c. gen., S.El.850 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1197] ορος, ὁ, ἡ, mehr als zu Viel wissend, nur zu gut wissend, τινός, Soph. El. 840.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων πολὺ καλῶς, μετὰ γεν., Σοφ. Ἠλ. 850.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui sait trop bien, qui ne sait que trop, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἵστωρ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που γνωρίζει κάτι πολύ καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἴστωρ «αυτός που γνωρίζει καλά, έμπειρος»].

Greek Monotonic

ὑπερίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που γνωρίζει πολύ καλά, με γεν., σε Σοφ.