ἀρτίδροπος
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A v. ἀρτίτροπος.
Spanish (DGE)
-ον
cogido en flor, tierno A.Th.333 (cód.), cf. Eust.Op.335.28.
Greek Monotonic
ἀρτίδροπος: -ον (ἄρτιος, δρέπω), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε πριν λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, ἀρτί-τροπος, -ον (ἄρτι, τρόπος), ακριβώς στην ηλικία, αυτός που βρίσκεται στην ηλικία γάμου.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίδροπος: досл. недавно сорванный, перен. обесчещенный (Aesch. - v. l. ἀρτίτροπος).