εὐκρασία

From LSJ
Revision as of 07:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκρᾱσία Medium diacritics: εὐκρασία Low diacritics: ευκρασία Capitals: ΕΥΚΡΑΣΙΑ
Transliteration A: eukrasía Transliteration B: eukrasia Transliteration C: efkrasia Beta Code: eu)krasi/a

English (LSJ)

(late εὐκοσμ-κρᾰσίη Man.5.59), ἡ,

   A good temperature, mildness, τῶν ὡρῶν Pl. Ti.24c; τοῦ ἀέρος Plb.34.8.4: abs., Arist.Pr.860b12; ἐν ταῖς εὐκρασίαις in good climates, Thphr.CP3.21.1.    2 of persons, εὐ. τοῦ σώματος good temperament, Arist.PA673b25, cf. GA744a30, Zeno Stoic.1.37, Gal.6.31, etc.

German (Pape)

[Seite 1076] ἡ, die gute Mischung, Temperatur, τῶν ὡρῶν Plat. Tim. 24 c u. Folgde; auch σώματος, Arist. part. an. 3, 12; bes. vom Klima, Pol. 34, 8, 4; χώρας, τόπων, D. Sic. 1, 10. 80. [bei Man. 5, 59 εὐκρᾰσία].

Greek (Liddell-Scott)

εὐκρᾱσία: ἡ, τὸ εὖ κεκερασμένον, καλὴ θερμοκρασία, τῶν ὡρῶν Πλάτ. Τίμ. 24C· τοῦ ἀέρος Πολύβ. 34. 8, 4: ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 1. 11, π. Φυτ. 1. 2, 9· ἐν ταῖς εὐκρασίαις, ἐν τοῖς εὐκράτοις κλίμασι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 1. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐκρ. τοῦ σώματος, καλὴ κρᾶσις, ἰδιοσυγκρασία, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, 4, πρβλ π. Ζ. Γεν. 2. 6, 37.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 température bien équilibrée, bonne température;
2 bon tempérament.
Étymologie: εὔκρατος.
Ant. ἀκρασία.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκρασία, Α και εὐκρασίη) εύκρατος
1. η γλυκύτητα του καιρού, η ήπια θερμοκρασία, η ηπιότητα του κλίματος («ἐν ταῑς εὐκρασίαις» — στα εύκρατα κλίματα, Θεόφρ.)
2. (για πρόσ.) η καλή κράση του οργανισμού, η καλή ιδιοσυγκρασίαεὐκρασία τοῡ σώματος», Αριστοτ.)
αρχ.
η καλή ανάμιξηεὐκρασία τῶν ποτῶν», Κλήμ. Αλ.).

Greek Monotonic

εὐκρᾱσία: ἡ, καλή θερμοκρασία, ηπιότητα, πραότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκρᾱσία:1) умеренная температура (τοῦ ἀέρος Polyb.; χώρας Diod.): εὐ. τῶν ὡρῶν Plat. мягкий климат;
2) хорошее состояние (τοῦ σώματος Arst., Plut.).