νεόσπορος

From LSJ
Revision as of 13:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόσπορος Medium diacritics: νεόσπορος Low diacritics: νεόσπορος Capitals: ΝΕΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: neósporos Transliteration B: neosporos Transliteration C: neosporos Beta Code: neo/sporos

English (LSJ)

ον,

   A newly sown, κῦμα A.Eu.659.

German (Pape)

[Seite 244] neu, frisch gefä't, erzeugt, κυμα, Aesch. Eum. 629.

Greek (Liddell-Scott)

νεόσπορος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ σπαρείς, νεόσπαρτος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 659.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semé ou répandu depuis peu.
Étymologie: νέος, σπείρω.

Greek Monolingual

νεόσπορος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) μτφ. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα («τροφὸς δὲ κύματος νεοσπόρου», Αισχύλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + σπόρος.

Greek Monotonic

νεόσπορος: -ον (σπείρω), πρόσφατα σπαρμένος, φρεσκοσπαρμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νεόσπορος: вновь зачатый (κῦμα = κύημα Aesch.).