πυρπόλος

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρπόλος Medium diacritics: πυρπόλος Low diacritics: πυρπόλος Capitals: ΠΥΡΠΟΛΟΣ
Transliteration A: pyrpólos Transliteration B: pyrpolos Transliteration C: pyrpolos Beta Code: purpo/los

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A wasting with fire, burning, κεραυνός E.Supp.640.    II Pass., ἄστη δέ τε π. θήσει wasted by fire, Orac. ap. Phleg.Fr.36.3 J.

German (Pape)

[Seite 824] sich im Feuer aufhaltend, mit Feuer verkehrend, mit Feuer verwüstend, κεραυνός, Eur. Suppl. 640; auch Beiwort des Bacchus, entweder weil er im Feuer unter Zeus' Blitzen und Donnern erzeugt ward, oder weil man bei seiner nächtlichen Feier Feuer und Fackeln anzündete. – Auch = durch Feuer verwüstet, ἄστη δὲ πυρπόλα θήσει Phlegon Mrab. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πυρπόλος: ὁ διὰ πυρὸς καταστρέφων, κεραυνὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 640· πρβλ. πυρπολέω ΙΙ. ΙΙ. Παθητ., ἄστη δέ τε πυρπόλα θήσει, θὰ καταστρέψῃ διὰ τοῦ πυρός, Χρησμ. παρὰ Φλέγωνι περὶ Θαυμ. 3. σ. 49.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ravage par le feu;
2 dévasté par le feu.
Étymologie: πῦρ, πολέω.

Greek Monolingual

και πυρίπολος, -ον, Α
1. αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει κάτι με τη φωτιά («ὅν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῑ», Ευρ.)
2. (με παθ. σημ.) ο ερημωμένος από τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -πόλος (< πέλομαι), βλ. λ. πυρπολώ].

Greek Monotonic

πυρπόλος: -ον (πολέω), αυτός που καταστρέφει με τη φωτιά, φλεγόμενος, κεραυνός, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρπόλος -ον [πῦρ, πέλομαι] verbrandend, verzengend.