κλαστάζω

From LSJ
Revision as of 22:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαστάζω Medium diacritics: κλαστάζω Low diacritics: κλαστάζω Capitals: ΚΛΑΣΤΑΖΩ
Transliteration A: klastázō Transliteration B: klastazō Transliteration C: klastazo Beta Code: klasta/zw

English (LSJ)

   A dress vines (cf. κλάσις 1.1): metaph., trim, humble, Ar.Eq.166.

German (Pape)

[Seite 1446] = κλάω, bes. den Weinstock abblatten, die Blätter u. Ranken abbrechen, Sp.; übertr., βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις Ar. Equ. 166, demüthigen, beugen.

Greek (Liddell-Scott)

κλαστάζω: περιποιοῦμαι ἄμπελον, κλαδεύω, «βλαστολογῶ» (ἴδε κλάσις)· μεταφορ., «κόπτω τὰ πτερά τινος», ταπεινώνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 166.

French (Bailly abrégé)

ébrancher ; fig. abattre, décourager.
Étymologie: κλαστός.

Greek Monolingual

κλαστάζω (Α)
1. κόβω τα φύλλα και τα κλαδιά αμπέλου, κλαδεύω αμπέλι
2. μτφ. ταπεινώνω κάποιον, του κόβω τα φτερά («βουλήν πατήσεις και στρατηγοὺς κλαστάσεις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός ή < κλάστης.

Greek Monotonic

κλαστάζω: μέλ. -σω (κλάω), περιποιούμαι αμπέλι, κλαδεύω· μεταφ., κλ. τινά, «κόβω τα φτερά κάποιου», τον ταπεινώνω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κλαστάζω: досл. обрезывать ветви, подрезать, перен. укрощать, смирять (στρατηγούς Arph.).