διχήρης

From LSJ
Revision as of 18:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχήρης Medium diacritics: διχήρης Low diacritics: διχήρης Capitals: ΔΙΧΗΡΗΣ
Transliteration A: dichḗrēs Transliteration B: dichērēs Transliteration C: dichiris Beta Code: dixh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A dividing in twain, κύκλος . . μηνὸς διχήρης, of the moon, E.Ion1156.

German (Pape)

[Seite 646] μηνός, wird der Mond Eur. Ion 1171 genannt, was gew. der Zertheiler des Monats erklärt wird.

Greek (Liddell-Scott)

διχήρης: -ες, εἰς δύο διῃρημένος, διχότομος, κύκλος… μηνός διχήρης, ἐπὶ τῆς σελήνης, Εὐρ. Ἴων. 1156.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui marque la division (du mois) en deux parties (ép. de la lune).
Étymologie: δίχα, *ἄρω.

Spanish (DGE)

(δῐχήρης) -ες
que divide en dos partes κύκλος ... μηνὸς δ. E.Io 1156.

Greek Monolingual

διχήρης, -ες (Α)
χωρισμένος στα δύο.

Greek Monotonic

δῐχήρης: -ες (*ἄρω), αυτός που διαιρεί, αυτός που διχοτομεί το μήνα σε δύο μέρη, με γεν., λέγεται για το φεγγάρι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δῐχήρης: разделяющий пополам (κύκλος πανσέληνος μηνὸς δ. Eur.).