ἐνερευθής

From LSJ
Revision as of 19:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνερευθής Medium diacritics: ἐνερευθής Low diacritics: ενερευθής Capitals: ΕΝΕΡΕΥΘΗΣ
Transliteration A: enereuthḗs Transliteration B: enereuthēs Transliteration C: enerefthis Beta Code: e)nereuqh/s

English (LSJ)

ές,

   A somewhat red, ἄστρον Str.3.1.5; ἀφρός Dsc.1.100: Comp., Sor.1.13; of the countenance, flushed, Phld.Ir.p.5 W., Cic. Att.12.4.1; τῷ χρώματι γενόμενος ἐ. blushing, Plb.31.23.8; παρειῶν τὸ ἐ. Luc.Im.7, cf. Antyll. ap. Orib.7.16.3.

German (Pape)

[Seite 839] ές, etwas roth, röthlich; τῷ χρώματι γενόμενος ἐν. Pol. 32, 9, 8; παρειῶν τὸ ἐν. Luc. Imag. 7; αἷμα Ath. I, 26 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνερευθής: -ές, κοκκινωπός, ῥοδωπός, τῷ χρώματι γενόμενος ἐνερευθὴς Πολύβ. 32. 9, 8· παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς Λουκ. Εἰκ. 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
légèrement rouge ; τὸ ἐνερευθές LUC rougeur légère.
Étymologie: ἐν, ἔρευθος.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): ἐνερεύθης Orib.50.47.3
1 enrojecido
a) de partes del cuerpo, como signo sintomático τὸ πρόσωπον Hp.Morb.2.71, ἐπαναστάσεις τοῦ δέρματος Gal.19.132, τὰ βλέφαρα Aët.7.78, cf. Ath.26a, Antyll. en Orib.7.16.3, ὁ δὲ ἔσωθεν (χιτὼν τῆς μήτρας) ... ἐνερευθέστερος Sor.1.4.109, cf. Orib.50.47.3;
b) gener. τὸ ἄστρον Str.3.1.5, τὸ σῶμα Ph.1.380, φλοιός Dsc.1.100.4;
c) como signo de un estado de ánimo τῷ χρώματι γενόμενος ἐ. Plb.31.23.8, cf. Phld.Ir.fr.6.14
subst. παρειῶν τὸ ἐνευρεθές el enrojecimiento de mejillas Luc.Im.7
de ahí irritado, Cic.Att.240.1.
2 rojizo, rojo καυλοί Dsc.4.164.1, τὸ πρόσωπον ... λευκὸν καὶ ἐνερευθὲς ἦν Longus 1.24.3, cf. Memn.1.1.1.

Greek Monolingual

ἐνερευθής, -ές (Α) έρευθος
1. κοκκινωπός, υποκόκκινος, ερυθρωπός
2. το ουδ. ως ουσ. το ἐνερευθές
ερυθρίαση, ερύθημα, κοκκίνισμα («παρειῶν τὸ ἐνερευθές», Λουκ.).

Greek Monotonic

ἐνερευθής: -ές, ροδαλός, κοκκινωπός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνερευθής: красноватый, румяный Polyb., Luc., Sext.