ὀρχηδόν
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
Adv., (ὄρχος)
A in a row, one after another, man by man, λάξεσθαι Hdt.7.144 ; wrongly explained as = ἄνδρας καὶ παῖδας, γυναῖκας δὲ οὔ, Sch.Aristid.3.597,599 D.; also, = ἡβηδόν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 389] der Reihe nach, Mann für Mann, Her. 7, 144.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχηδόν: Ἐπίρρ. (ὄρχος) καθ’ ἕνα ἕκαστον ἄνδρα, κατ’ ἄνδρα, κατὰ κεφαλήν, Λατ. viritim, Ἡρόδ. 7. 144· ὡς τὸ ἡβηδὸν καὶ τὸ Ὁμηρ. ἀνδρακάς, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστείδ. 3. 597, 599.
French (Bailly abrégé)
adv.
par rangées, homme par homme.
Étymologie: ὄρχος, -δον.
Greek Monolingual
ὀρχηδόν (Α)
επίρρ. βλ. ορχιδόν.
Greek Monotonic
ὀρχηδόν: (ὄρχος), επίρρ., σε σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, άντρας προς άντρα, Λατ. viritim, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρχηδόν: adv. поодиночке, один за другим: ὀ. ἕκαστος Her. каждый в отдельности.