Λιβύη
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, Libya, Od.4.85, 14.295, Hdt.1.46, etc.; also for Africa generally, Id.4.42, al.;
A the west bank of the Nile, PTaur.8.9 (ii B.C.), PLond.1.3.8 (ii B.C.): prov., ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν or κακόν, Arist.HA606b20, Zen.2.51:—Adv. Λῐβύηθεν, from Libya, D.P. 46, 222:—also Λῐβύηθε, Dor. Λῐβῠ-ᾱθε, Nic.Al.368, Theoc.1.24:—Adj. Λῐβῠκός, ή, όν, Hdt.2.8, etc.; Λ. ὄρνεον, i.e. a strange, foreign bird, Ar.Av.65; Λ. λόγοι a kind of fables resembling those of Aesop, Arist.Rh.1393a30; also, western, Ptol.Tetr.119; = δυτικός, Procl. Par.Ptol.29.
Greek (Liddell-Scott)
Λῐβύη: ἡ, τὸ βόρειον μέρος τῆς Ἀφρικῆς τὸ πρὸς δυσμὰς τῆς Αἰγύπτου, Ὀδ. Δ. 85., Ξ. 295, Ἡρόδ., κτλ.· παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ὅλης ἠπείρου, ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινὸν ἢ κακὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 11, Παροιμιογρ.· ― Ἐπίρρ. Λιβύηθεν, ἐκ τῆς Λιβύης, Διον. Π. 46. 222· ὡσαύτως Λιβύηθε, Δωρ. -ᾱθε, Νικ. Ἀλ. 368, Θεόκρ. 1. 24· ― Ἐπίθ. Λιβυκός, ή, όν, Ἡρόδ., κτλ.· Λ. ὄρνεον, δηλ. ξένον καὶ παράδοξον πτηνόν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 65· Λ. λόγοι, εἶδος μύθων ὁμοίων τοῦ Αἰσώπου, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 2· πρβλ. Λίβυς. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 175.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
la Libye, p. ext. l’Afrique.
Étymologie: Λίβυς.
English (Autenrieth)
Libya, west of Egypt, Od. 4.85, Od. 14.295.
English (Strong)
probably from λίψ; Libye, a region of Africa: Libya.
English (Thayer)
Λιβύης, ἡ, Libya, a large region of northern Africa, bordering on Egypt. In that portion of it which had Cyrene for its capital and was thence called Libya Cyrenaica (ἡ πρός Κυρήνην Λιβύη;, Josephus, Antiquities 16,6, 1; ἡ Λιβύη ἡ κατά Κυρήνην (which see), Josephus, Antiquities 14,7, 2; 16,6, 1; b. j. 7,11;
c. Apion. 2,4 (where cf. Müller's notes)): Acts 2:10.
Greek Monotonic
Λῐβύη: ἡ, βόρειο μέρος της Αφρικής στα δυτικά της Αιγύπτου, η Λιβύη, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· στους μεταγεν. συγγραφείς επίσης, λέγεται για όλη την ήπειρο· επίρρ., Λιβύηθεν, επίσης, Λῐβύηθε, Δωρ. Λιβύᾱθε, από τη Λιβύη, σε Θεόκρ.· επίθ. Λιβυκός, -ή, -όν, σε Ηρόδ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Λῐβύη: дор. Λιβύα ἡ Ливия
1) дочь Эпафа, мать Агенора, Бела и Лелега от Зевса Aesch. etc.;
2) сев.-зап. побережье Африки до обоих Сиртов Hom.;
3) (= Λιβυκὸς νομός) область между сев. Египтом и Мармарикой Her.;
4) вся сев. Африка Arst., Polyb. etc.