ληξιαρχικός

From LSJ
Revision as of 03:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληξιαρχικός Medium diacritics: ληξιαρχικός Low diacritics: ληξιαρχικός Capitals: ΛΗΞΙΑΡΧΙΚΟΣ
Transliteration A: lēxiarchikós Transliteration B: lēxiarchikos Transliteration C: liksiarchikos Beta Code: lhciarxiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A belonging to the ληξίαρχος: τὸ λ. γραμματεῖον the register of each Athenian deme, IG12.79.6, Is.7.27, D.44.35, Lycurg.76, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ληξιαρχικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν ληξίαρχον· - τὸ λ. γραμματεῖον, ὁ δημόσιος κατάλογος ἑκάστου Ἀθηναϊκοῦ δήμου, εἰς ὃν τὰ ὀνόματα τῶν μελῶν (τῶν δημοτῶν) ἐνεγράφοντο ὅτε ἤρχοντο εἰς νόμιμον ἡλικίαν καὶ τοῦ ὁποίου τὴν φροντίδα εἶχεν ὁ δήμαρχος, Συλλ. Ἐπιγρ. 80, Ἰσαῖ. 66. 14, Δημ. 1091. 9, κτλ.· πρβλ. Schömann Comit. εἰς Ἀθήν. σ. 379. - Κατὰ τὸν Ἁρποκ. «ληξιαρχικὸν γραμματεῖον... εἰς ὃ ἐνεγράφοντο οἱ τελεωθέντες τῶν παίδων, οἷς ἐξῆν ἤδη τὰ πατρῷα οἰκονομεῖν, παρ’ ὃ καὶ τοὔνομα γεγονέναι, διὰ τὸ τῶν λήξεων ἄρχειν· λήξεις δ’ εἰσὶν οἵ τε κλῆροι καὶ αἱ οὐσίαι».

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ληξιαρχικός, -ή, -όν) ληξίαρχος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληξίαρχο ή στο ληξιαρχείο
νεοελλ.
αυτός που χρησιμεύει για βεβαίωση γεγονότων σχετικών με την αστική κατάσταση τών πολιτών, όπως γεννήσεων, βαπτίσεων, θανάτων, γάμων διαζυγίων (α. «ληξιαρχικές πράξεις» — πράξεις που έχουν ως αντικείμενο τη βεβαίωση γέννησης, βάπτισης, γάμου ή θανάτου
β. «ληξιαρχικά βιβλία» — βιβλία στα οποία καταχωρίζονται οι ληξιαρχικές πράξεις)
αρχ.
φρ. «ληξιαρχικὸν γραμματεῑον» — ο επίσημος κατάλογος τών πολιτών κάθε αθηναϊκού δήμου.

Greek Monotonic

ληξιαρχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον ληξίαρχον· τὸ ληξιαρχικὸν γραμματεῖον, δημόσιος κατάλογος δημοτών (μητρώο) κάθε Αθηναϊκού δήμου, σε Δημ.

Middle Liddell

ληξιαρχικός, ή, όν
belonging to the ληξίαρχος;—τὸ λ. γραμματεῖον the register of each Athenian deme, Dem. [from ληξίαρχος