λάτριος

Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

α, ον,

   A of a servant or service, μισθός Pi.O.10.28; λατρίαν Ἰαολκὸν παρέδωκεν gave Iolcos into slavery, Id.N.4.54 (ubi codd. λατρείαν contra metrum); λ. ἔργα Man.1.275.

German (Pape)

[Seite 18] den Diener oder den Dienst betreffend, μισθός, Lohn für den Dienst, Pind. Ol. 11, 29 u. sp. D., wie Man. 1, 275.

Greek (Liddell-Scott)

λάτριος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ὑπηρέτην ἢ εἰς ὑπηρεσίαν, μισθὸς Πινδ. Ο. 10. 34· λατρίαν Ἰαωλκὸν παρέδωκεν, παρέδωκε τὴν Ἰωλκὸν εἰς δουλείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 4. 89, ἔνθα τὰ Ἀντίγρ. λατρείαν, ἐναντίον τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les serviteurs ou le service à gages.
Étymologie: λάτρον.

English (Slater)

λάτριος
   1 slavish, menial ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (sc. Ἡρακλέης: join λάτριον with Αὐγέαν or μισθόν) (O. 10.28) Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (Er. Schmid: λατρείαν codd.: pr. into slavery ) (N. 4.54)

Greek Monolingual

λάτριος, -ία, -ον (Α) λάτρις
αυτός που ανήκει σε υπηρέτη ή σε υπηρεσία, σε δουλεία («λάτριον... μισθὸν ὑπέρβιον», Πίνδ.).

Greek Monotonic

λάτριος: -α, -ον, αυτός που αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε προσφερόμενη υπηρεσία, σε Πίνδ.· παραδιδόναι τινὰ λάτριον, παραδίδω κάποιον σε δουλεία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λάτριος: выплачиваемый слуге, заработный (μισθός Pind.).