ἀνταξιόω

From LSJ
Revision as of 16:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταξιόω Medium diacritics: ἀνταξιόω Low diacritics: ανταξιόω Capitals: ΑΝΤΑΞΙΟΩ
Transliteration A: antaxióō Transliteration B: antaxioō Transliteration C: antaksioo Beta Code: a)ntacio/w

English (LSJ)

   A demand as an equivalent or in turn, Th.6.16: c. dupl. acc., ἀνταξιῶσαι δωρεὰν αὐτόν Machoap.Ath.13.570a.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen, als Preis verlangen, τὰ ὅμοια Thuc. 6, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταξιόω: ἀνταπαιτῶ, ἢ τὰ ἴσα νέμων τὰ ὁμοῖα ἀνταξιούτω Θουκ. 6. 16˙ μετὰ διπλῆς αἰτ., ἀνταξιῶσαι δωρεὰν καὐτόν τινα Μάχων παρ’ Ἀθην. 579Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
réclamer en retour.
Étymologie: ἀντάξιος.

Spanish (DGE)

pedir a su vez τὰ ἴσα νέμων τὰ ὁμοῖα ἀνταξιούτω Th.6.16
c. doble ac. ἀνταξιῶσαι δωρεὰν καὐτόν Macho 228.

Greek Monotonic

ἀνταξιόω: μέλ. -ώσω, απαιτώ ως ισότιμο ή ως αντάλλαγμα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταξιόω: требовать взамен (τὰ ὁμοῖα Thuc.).