στρογγυλότης
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A roundness, Pl.Men.73e, 74b, Arist. Metaph.1035a14, Thphr.HP4.12.2.
German (Pape)
[Seite 955] ητος, ἡ, Rundung, runde Gestalt, Plat. Men 73 e 74 b.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλότης: -ητος, ἡ, τὸ στρογγύλον, τὸ περιφερές, Πλάτ. Μένων 73Ε, 74Β, Ἀριστ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
forme arrondie, rondeur.
Étymologie: στρογγυλός.
Greek Monotonic
στρογγῠλότης: -ητος, ἡ, στρογγυλότητα, κυκλικότητα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
στρογγῠλότης: ητος ἡ округлость, закругленность Plat., Arst.