Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔνδρυον

From LSJ
Revision as of 19:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνδρῠον Medium diacritics: ἔνδρυον Low diacritics: ένδρυον Capitals: ΕΝΔΡΥΟΝ
Transliteration A: éndryon Transliteration B: endryon Transliteration C: endryon Beta Code: e)/ndruon

English (LSJ)

τό, (δρῦς)

   A oaken peg or pin by which the yoke is fixed to the pole, Hes.Op.469.    II heart-wood of trees, Hsch.

German (Pape)

[Seite 836] τό, der hölzerne Pflock am Pfluge, der quer durch das Jochholz und die Deichsel geht u. durch einen umgeschlungenen Riemen befestigt wird, Hes. O. 467; vgl. Poll. 1, 252.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδρῠον: τό, (δρῦς) ἡ ἐκ ξύλου δρυὸς κερκίς, ἣν ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ τοῦ ζυγοῦ τρύπημα, βοῶν... ἔνδρυον ἑλκόντων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 467, Σχόλ. αὐτόθι, Πολυδ. Α΄, 152. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἔνδρυον· καρδία δένδρου καὶ τὸ μέσ(αβ)ον».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cheville de bois au milieu du joug pour attacher les traits.
Étymologie: ἐν, δρῦς.

Spanish (DGE)

(ἔνδρῠον) -ου, τό

• Grafía: graf. ἔνδροι- Hsch.ε 2824
1 clavija, estaca de madera que fija el yugo al timón del arado βοῶν ... ἔνδρυον ἑλκόντων Hes.Op.469, cf. Poll.1.252.
2 corazón, duramen del árbol, Hsch.ε 2824, 2827.

Greek Monolingual

ἔνδρυον, το (Α)
δρύινη σφήνα με την οποία στερεώνεται ο ζυγός στον ρυμό.

Greek Monotonic

ἔνδρῠον: τό (δρῦς), δρύϊνη σφήνα, πάσσαλος ή ξύλινη σφήνα με την οποία συνδεόταν ο ζυγός με το άροτρο (ἱστοβοεύς), σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνδρυον: τό досл. перекладина впереди плуга (с которой соединялось дышло), перен. плуг (ἔ. ἑλκέμεν μεσάβῳ Hes.).