ἐκτορέω
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
English (LSJ)
A transfix, αἰῶνα h.Merc.42.
German (Pape)
[Seite 782] ausbohren, αἰῶνα χελώνης, rauben, H. h. Merc. 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτορέω: διατρυπῶ, φονεύω διατρυπῶν, ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 42.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enlever en perçant, ou tuer en perçant LSJ.
Étymologie: ἐκ, τιτρώσκω ou τορέω.
Spanish (DGE)
perforar totalmente αἰῶν' ἐξετόρησεν ... χελώνης perforó la vida de la tortuga (atravesando su caparazón) h.Merc.42.
Greek Monolingual
ἐκτορέω (Α)
διατρυπώ, φονεύω τρυπώντας.
Greek Monotonic
ἐκτορέω: μέλ. -ήσω, σκοτώνω με τρύπημα, τρυπώ, διαπερνώ, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτορέω: досл. высверливать, перен. вынимать, потрошить (αἰῶνα χελώνης HH).