εἰσαράσσω

From LSJ
Revision as of 19:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰράσσω Medium diacritics: εἰσαράσσω Low diacritics: εισαράσσω Capitals: ΕΙΣΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: eisarássō Transliteration B: eisarassō Transliteration C: eisarasso Beta Code: ei)sara/ssw

English (LSJ)

Att. εἰσαράττω,

   A dash or force into, τὴν ἵππον ἐς. drive the enemy's horse in upon his foot, Hdt.4.128, cf. D.C.51.26 ; σφέας ἐς τὰς νέας Id.5.116.

German (Pape)

[Seite 740] hinein-, daraufwerfen; τὴν ἵππον, die Reiterei, nämlich auf das Fußvolk zurück, Her. 4, 128; σφέας εἰς τὰς νέας 5, 116; Sp., wie D. Cass. 42, 40. 51, 26.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσᾰράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: ― ἀναγκάζω τι νὰ συγκρουσθῇ, οἱ δὲ Σκύθαι ἐσαράξαντες τὴν ἵππον, τρέψαντες τὸ ἱππικὸν τοῦ ἐχθροῦ ἐναντίον τοῦ πεζικοῦ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 4. 128· ἐσαράξαντες σφέας ἐς τὰς νέας, διώξαντες αὐτοὺς εἰς τὰς ναῦς, ὁ αὐτ. 5. 116· τοὺς λοιποὺς ἐς τὰς ναῦς ἐσήραξαν Δίων Κάσ. 42. 40· τὴν ἵππον ἐς τοὺς πεζοὺς ἐσήραξε ὁ αὐτ. 51. 26

Greek Monolingual

εἰσαράσσω (Α)
ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο ώστε να συγκρουστούν («εἰσαράσσειν σφέας εἰς τὰς νέας»).

Greek Monotonic

εἰσᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, οδηγώ ή σπρώχνω, εξωθώ πάνω σε, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσαράσσω: ион. ἐσαράσσω отгонять, отбрасывать, оттеснять (τὴν ἵππον, τοὺς πολεμίους ἐς τὰς νέας Her.).