κερδῷος

From LSJ
Revision as of 22:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδῷος Medium diacritics: κερδῷος Low diacritics: κερδώος Capitals: ΚΕΡΔΩΟΣ
Transliteration A: kerdō̂ios Transliteration B: kerdōos Transliteration C: kerdoos Beta Code: kerdw=|os

English (LSJ)

α, ον,

   A bringing gain, epith. of Apollo and Hermes, Lyc.208, IG9(2).512.20 (Larissa), 1234 (Phalanna); of Hermes, Plu.2.472b, Luc.Tim. 41, etc.    II (κερδώ) fox-like, wily, ἀλώπηξ Babr.77.2.

German (Pape)

[Seite 1424] Gewinn verleihend; Hermes, Luc. Tim. 41 Plut. tranqu. an. 12; Apollo, Lyc. 208.

Greek (Liddell-Scott)

κερδῷος: -α, -ον, ὁ φέρων κέρδος, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Λυκόφρ. 208, Συλλ. Ἐπιγρ. 1766· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Πλούτ. 2. 472Β, Λουκ. Τίμ. 41, κτλ. ΙΙ. (κερδὼ) ὅμοιος πρὸς ἀλώπεκα, δόλιος, Βάβρ. 77. 2.

French (Bailly abrégé)

1ῴου;
adj. m.
qui préside au gain, qui procure un gain (Hermès).
Étymologie: κέρδος.
2ῴα, ῷον;
rusé comme un renard.
Étymologie: κερδώ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κερδῷος, -ῴα, -ον) κέρδος
(ως επίθ. του Ερμού και του Απόλλωνος) αυτός που φέρει κέρδος
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στην αλεπού ή που μοιάζει με αλεπού, δηλ. δόλιος, πανούργος, πονηρός.

Greek Monotonic

κερδῷος: -α, -ον (κέρδος),
I. αυτός που αποφέρει κέρδος, λέγεται για τον Ερμή, σε Λουκ. κ.λπ.
II. (κερδώ) όπως την αλεπού, με πανουργία, δόλιος, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

κερδῷος: κερδώ хитрый как лиса Babr.
ῴου κέρδος дающий прибыль (Ἑρμῆς Plut., Luc.).