Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανόπεζα

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνόπεζα Medium diacritics: κυανόπεζα Low diacritics: κυανόπεζα Capitals: ΚΥΑΝΟΠΕΖΑ
Transliteration A: kyanópeza Transliteration B: kyanopeza Transliteration C: kyanopeza Beta Code: kuano/peza

English (LSJ)

ἡ,

   A with feet of κύανος, τράπεζα Il.11.629. [ῡ, metri gr.]

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelblauen oder schwarzen Füßen, τράπεζα, Il. 11, 629, od. mit Füßen von Stahl.

French (Bailly abrégé)

ης;
adj. f.
aux pieds sombres ou noirs.
Étymologie: κύανος, πέζα.

Greek Monolingual

κυανόπεζα, ἡ (Α)
(για τραπέζι) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πούς «πόδι» (πρβλ. αχλυό-πεζα, χιονό-πεζα)].

Greek Monotonic

κυᾰνόπεζα: ἡ, με τα πόδια του κυανοῦ, σε Ομήρ. Ιλ. (, χάριν μέτρου).

Russian (Dvoretsky)

κῡᾰνόπεζα: (ῡ!) adj. f на темных ножках (τράπεζα Hom.).