ἐπιβοηθέω

From LSJ
Revision as of 20:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβοηθέω Medium diacritics: ἐπιβοηθέω Low diacritics: επιβοηθέω Capitals: ΕΠΙΒΟΗΘΕΩ
Transliteration A: epiboēthéō Transliteration B: epiboētheō Transliteration C: epivoitheo Beta Code: e)pibohqe/w

English (LSJ)

Dor. ἐπι-βοᾱθέω,

   A come to aid, succour, τινί Hdt.3.146, 7.207, Th.1.73, 4.29, al., SIG398.7 (Cos, iii B.C.): abs., Th.3.69, PPetr.2p.143 (iii B.C.), etc.    II. come to aid against, τινί Th.3.26; ἐπὶ τὸ ἐχόμενον X.HG7.5.24.

German (Pape)

[Seite 929] zu Hülfe herbeikommen, τινί, Her. 3, 146. 7, 207; ἐπιβωθέειν 8, 1. 14; absol., Thuc.; τινί Xen. An. 6, 5, 9; ἐπί τινα Hell. 7, 5, 24 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβοηθέω: Ἰων. -βωθέω, ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, βοηθῶ, τινὶ Ἡρόδ. 3. 146., 7. 207, Θουκ. 3. 69., 4. 29, κ. ἀλλ. ΙΙ. πέμπω βοήθειαν ἐναντίον τινός, ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι, ἀμφοτέρωθεν θορυβούμενοι, ἧσσον ταῖς ναυσὶν ἐς τὴν Μυτιλήνην καταπλεούσαις ἐπιβοηθήσουσιν ὁ αὐτ. 3. 26· ἐπί τινα Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 24· ἀπολ., Θουκ. 3. 96 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir au secours : τινι de qqn ; ἐπί τινα XÉN contre un ennemi.
Étymologie: ἐπί, βοηθέω.

Greek Monotonic

ἐπιβοηθέω: Ιων. -βωθέω, μέλ. -σω, έρχομαι προς βοήθεια, συνδράμω, βοηθώ, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβοηθέω: ион. ἐπιβωθέω приходить на помощь, помогать (τινι Xen., Her. и ἐπί τινα Xen.; πολλῇ χειρί Thuc.).