ἀριστόβουλος

From LSJ
Revision as of 17:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστόβουλος Medium diacritics: ἀριστόβουλος Low diacritics: αριστόβουλος Capitals: ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: aristóboulos Transliteration B: aristoboulos Transliteration C: aristovoulos Beta Code: a)risto/boulos

English (LSJ)

η, ον,

   A best in counsel, epith. of Artemis at Melite, Plu.Them.22, cf. Artem.2.37; at Rhodes, Porph.Abst.2.54:—hence Ἀριστοβου-λῐασταί, οἱ, a confraternity of her worshippers, IG12(1).163 (Rhodes).

German (Pape)

[Seite 352] (βουλή), am besten rathend, dazu fem. ἀριστοβούλη Beiname der Artemis, Plut. Them. 22. Bei Artemidor. 2, 37 nom. pr. = Νέμεσις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστόβουλος: -η, -ον, ὁ ἄριστα βουλευόμενός τινι, ἠνίασε δὲ τοὺς πολλοὺς καὶ τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερόν εἰσάμενος, ἥν Ἀριστοβούλην μὲν προσηγόρευσεν (ὁ Θεμιστοκλῆς) ὡς ἄριστα τῇ πόλει καὶ τοῖς Ἕλλησι βουλευσάμενος κτλ. Πλουτ. Θεμ. 22: ― Οὐσιαστ. ἀριστοβουλία, ἡ, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8750.

Greek Monolingual

ἀριστόβουλος, -η, -ον (Α)
αυτός που δίνει άριστες συμβουλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + βουλή < βούλομαι «θέλω, απαιτώ»].

Greek Monotonic

ἀριστόβουλος: -η, -ον (βουλή), αυτός που έχει άριστη γνώμη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστόβουλος: подающий наилучшие советы (эпитет Артемиды) Plut.