βαλιός

From LSJ
Revision as of 07:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλιός Medium diacritics: βαλιός Low diacritics: βαλιός Capitals: ΒΑΛΙΟΣ
Transliteration A: baliós Transliteration B: balios Transliteration C: valios Beta Code: balio/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A spotted, dappled, ἔλαφος, λύγκες, E.Hec.90, Alc.579 (both lyr.); πέρδιξ AP7.203 (Simm.).    2 parox., βαλίος, as name of one of Achilles' horses, Piebald, Dapple, Il.16.149, al., cf. E.IA 222.    II swift, Opp.C.2.314, Tryph.84, Nonn.D.9.156, al.

German (Pape)

[Seite 429] 1) mit Flocken gleichsam beworfen (βάλλω), scheckig, VLL. ποικίλος. Bei Hom. Iliad. 16, 149. 19, 400 Name des einen Pferdes des Achilleus, wo es Βαλίος geschrieben wird, s. Scholl. Herodian. Iliad. 2, 495. 16, 149, Lehrs Aristarch. p. 278 ff. Doch schwankt der Accent auch fast in allen anderen Stellen; πῶλοι λευκοστίκτῳ τριχὶ βαλιοί Eur. I. A. 222; λύγκες Alc. 519; ἔλαφος Hec. 90; Hipp. 218; Leon. Al. 11 (VI, 326); πέρδιξ Simm. Rhod. 4 (VII, 203). – 2) schnell, ἄελλαι Opp. C. 2, 314; αὖραι Nonn. D. 9, 156.

Greek (Liddell-Scott)

βαλῐός: -ά, -όν, (βάλλω) Λατ. varius, στικτός, ποικίλος, παρδαλός, ἔλαφος, λύγκες Εὐρ. Ἑκ. 90, Ἀλκ. 579. 2) παροξυτ. Βαλίος, ὄνομα ἑνὸς τῶν ἵππων τοῦ Ἀχιλλέως, «Παρδάλης», Ἰλ. Π. 149 κ. ἀλλ., πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 222. ΙΙ. ὠκύς, Ὀππ. Κ. 2. 314· πρβλ. αἰόλος.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
moucheté, tacheté.
Étymologie: DELG ?

Spanish (DGE)

(βᾰλιός) -ά, -όν
1 moteado, manchado del pelaje de anim. rodado, empedrado ἔλαφος E.Hec.90, μόσχος E.IA 1081, λύγκες E.Alc.579, πῶλοι E.Rh.356, πέρδιξ Simm.20.3, θῆρες Opp.C.2.314.
2 ligero, veloz πτερά Call.Fr.110.53, γόνατα Triph.84, αὔραι Nonn.D.9.156, ἄελλαι Nonn.Par.Eu.Io.10.20; cf. βάλιος.

• Etimología: Quizá de origen oriental y rel. φαλιός, q.u.

Greek Monolingual

βαλιός, -ά, -όν (Α)
1. παρδαλός, με στίγματα, βούλες διαφορετικού χρώματος
2. γρήγορος
3. (το αρσ. παροξύτονο, ως κύρ. όν.) Βαλίος, ο
το ένα από τα άλογα του Αχιλλέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. από γλώσσα όπου το αρχικό bh αντιπροσωπεύεται με -b-, φθόγγος πολύ σπάνιος στην Ινδοευρωπαϊκή. Η κατάλ. -i(F)os του τ. συνήθης στα επίθετα που δηλώνουν χρώματα (πρβλ. πολιός, φαλιός κ.ά.)].

Greek Monotonic

βᾰλιός: -ά, -όν,
I. διάστικτος, παρδαλός, πιτσιλωτός, σε Ευρ.
II. ως παροξ., Βαλίος, όνομα ενός από τα άλογα του Αχιλλέα, «Παρδάλης», σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

βᾰλιός: пятнистый, пегий (ἔλαφος Eur.; πέρδιξ Anth.): πῶλοι λευκοστίκτῳ τριχὶ βαλιοί Eur. серые в яблоках жеребцы.