δνοφώδης
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
ες,
A = δνοφερός, E.Tr.79 (as Dind. for γνοφώδη), Hp.Morb.Sacr.16; later γνοφ- (q. v.).
German (Pape)
[Seite 651] ες, dunkel, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δνοφώδης: -ες, = δνοφερός, Εὐρ. Τρῳ. 79 (κατὰ Δινδ. ἀντὶ γνοφώδη), Ἱππ. 308. 22˙ μεταγεν. γνοφ-, Πλούτ. 2. 949Α, κτλ. (Περὶ τῆς συγγενείας τοῦ δνόφος, γνόφος, πρὸς τὰ κνέφας, ζόφος, ἀλλ’ οὐχὶ πρὸς τὸ νέφος, ἴδε Κούρτ. σ. 657).
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
sombre, obscur.
Étymologie: δνόφος, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
• Alolema(s): frec. γνοφ-; γνοφοειδής Ant.Diog.Fr.Pap.Dub.43
• Morfología: [jón. neutr. plu. no contr. δνοφώδεα Hp.Morb.Sacr.13]
nublado, caliginoso, oscuro Ζεὺς ... πέμψει δνοφώδη τ' αἰθέρος φυσήματα E.Tr.79, νεφέλη γ. ἐπ' ὄρους LXX Ex.19.16, ταῦτα ... καὶ ἔκ τε λαμπρῶν δνοφώδεα γίνεται Hp.l.c., cf. Plu.2.949a, Ant.Diog.l.c.
•subst. τὸ γνοφωδέστατον la oscuridad extrema Tz.Ex.111.13L.
•tenebroso ἡνίκα ἂν ἡσυχία νυκτερινὴ ᾖ καὶ γ. LXX Pr.7.9, cf. Ph.2.109, δύναμις Mac.Aeg.Serm.B 4.94.
Greek Monolingual
δνοφώδης, -ες (Α) δνόφος
σκοτεινός, μαύρος.
Greek Monotonic
δνοφώδης: -ες, = δνοφερός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δνοφώδης: поздн. Plut. γνοφώδης 2 темный, мрачный Eur.