ἐξερμηνεύω

From LSJ
Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξερμηνεύω Medium diacritics: ἐξερμηνεύω Low diacritics: εξερμηνεύω Capitals: ΕΞΕΡΜΗΝΕΥΩ
Transliteration A: exermēneúō Transliteration B: exermēneuō Transliteration C: eksermineyo Beta Code: e)cermhneu/w

English (LSJ)

   A interpret, translate, εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν τοὔνομα D.H.1.67, cf. Jul.Or.2.77d:—Pass., Plb.2.15.9, D.H.4.67, Plu.2.383d, etc.    II describe accurately, Luc.Hist.Conscr.19.

German (Pape)

[Seite 878] 1) auslegen, ἐς γλῶσσάν τινα, übersetzen, Pol. 2, 15, 9 D. Hal. 1, 67 u. öfter. – 2) genau beschreiben, Luc. conscr. hist. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξερμηνεύω: μεθερμηνεύω, μεταφράζω, εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν Διον. Ἁλ. 1. 67: ― Παθ., Πολύβ. 2, 15, 7, Διον. Ἁλ. 4. 67, κτλ. ΙΙ. περιγράφω ἀκριβῶς, Λουκ. πῶς δεῖ, Ἱστ. Συγγρ. 19.

French (Bailly abrégé)

décrire avec soin.
Étymologie: ἐξ, ἑρμηνεύω.

Greek Monolingual

ἐξερμηνεύω (Α) ερμηνεύω
1. ερμηνεύω, μεταφράζω
2. περιγράφω με ακρίβεια.

Greek Monotonic

ἐξερμηνεύω: μέλ. -σω, περιγράφω ακριβώς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξερμηνεύω: 1) (о языке) переводить (τὸ «trans» ἐξερμηνευόμενόν ἐστι πέραν Polyb.);
2) подробно описывать (ἡ ἀσπίς τινος ὅλῳ βιβλίῳ ἐξηρμηνεύθη Luc.).