ἐξερμηνεύω
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
A interpret, translate, εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν τοὔνομα D.H.1.67, cf. Jul.Or.2.77d:—Pass., Plb.2.15.9, D.H.4.67, Plu.2.383d, etc. II describe accurately, Luc.Hist.Conscr.19.
German (Pape)
[Seite 878] 1) auslegen, ἐς γλῶσσάν τινα, übersetzen, Pol. 2, 15, 9 D. Hal. 1, 67 u. öfter. – 2) genau beschreiben, Luc. conscr. hist. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερμηνεύω: μεθερμηνεύω, μεταφράζω, εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν Διον. Ἁλ. 1. 67: ― Παθ., Πολύβ. 2, 15, 7, Διον. Ἁλ. 4. 67, κτλ. ΙΙ. περιγράφω ἀκριβῶς, Λουκ. πῶς δεῖ, Ἱστ. Συγγρ. 19.
French (Bailly abrégé)
décrire avec soin.
Étymologie: ἐξ, ἑρμηνεύω.
Greek Monolingual
ἐξερμηνεύω (Α) ερμηνεύω
1. ερμηνεύω, μεταφράζω
2. περιγράφω με ακρίβεια.
Greek Monotonic
ἐξερμηνεύω: μέλ. -σω, περιγράφω ακριβώς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξερμηνεύω: 1) (о языке) переводить (τὸ «trans» ἐξερμηνευόμενόν ἐστι πέραν Polyb.);
2) подробно описывать (ἡ ἀσπίς τινος ὅλῳ βιβλίῳ ἐξηρμηνεύθη Luc.).